δικολογιούμαι

δικολογιούμαι
και δικολογιέμαι [δικολογιά]
1. γίνομαι δικός, συγγενής σε κάποιον
2. διαπραγματεύομαι να γίνω συγγενής, παντρολογιέμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”